- τήβεννον
- τήβεννοςtogafem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TEBENNUS — Graece Τήβεννος, Togae genus, cui nomen ab Arcade Tebenno, qui primus eam chlamidem induit, cum Ionium sinum ingressus esset, et ab illius loci incolis susceptus; a quo edocti indigenae eôdem modô se vestierunt, et vestem Tebenniam vocârunt, quae … Hofmann J. Lexicon universale
καλίκιοι — καλίκιοι, οἱ (Α) υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. τού calceus) < calx «φτέρνα»] … Dictionary of Greek
τήβεννος — Είδος μανδύα ή χλαμύδας των αρχαίων Ρωμαίων. Τη φορούσαν αρχικά άνδρες και γυναίκες, και ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως την πήραν από τους Τυρρηνούς. Τη φορούσαν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Η μόνη διαφορά… … Dictionary of Greek